τοσαύταις

τοσαύταις
τοσοῦτος
so large
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακομίζω — Α 1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω 2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.) 3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.) 4. παίρνω, δέχομαι 5. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • τυφώ — τυφῶ, όω, ΝΑ [τύφος] (λόγιος τ.) μτφ. καθιστώ κάποιον αλαζόνα, ματαιόδοξο, κενόδοξο («τετυφωμένον ταῑς τοσαύταις εὐτυχίαις», Στράβ.) αρχ. 1. περιβάλλω ή γεμίζω κάτι με καπνό 2. (συν. στον παθ. παρακμ.) τετύφωμαι είμαι παράφρονας από υπερβολική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”